- εμπλουτισμός
- ο спец. обогащение (руды, почвы и т. п.);
εργοστάσιο εμπλουτισμου — обогатительная фабрика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργοστάσιο εμπλουτισμου — обогатительная фабрика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — ο 1. η αύξηση της περιεκτικότητας ύλης σε ποσό και ποιο. 2. (για υπόγεια νερά), η αύξηση με υδραυλικά έργα της ποσότητας νερού που διοχετεύεται από υπόγειες πηγές: Εμπλουτισμός υδραγωγείου. 3. (χημ.), η αύξηση της περιεκτικότητας μεταλλεύματος σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάνθιση — η (Α διάνθισις) [διανθίζω] 1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη 2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
δυσπρόσιο — Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του. Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838 1912),… … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek
μεταλλόπλυση — η (μεταλργ.) ο καθαρισμός και ο εμπλουτισμός τών μεταλλευμάτων, ο οποίος γίνεται με φυσικές μεθόδους και κυρίως με πλύση … Dictionary of Greek
οξυγόνωση — η 1. εμπλουτισμός με οξυγόνο 2. χημ. ένωση μιας ουσίας με οξυγόνο, οξείδωση 3. φρ. «οξυγόνωση τού αίματος» βιολ. η ασταθής και αμφίδρομη δέσμευση τού οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυγονῶ (πρβλ. γαλλ. oxygenation). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek